- βόσκοντας
- βόσκωfeedpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκνέμω — ἐκνέμω (AM) 1. βόσκω, κατατρώγω κάτι βόσκοντας 2. κατοικώ 3. μέσ. απομακρύνω 4. εξέρχομαι 5. μοιράζω, απονέμω 6. ιατρ. (για πληγή) εξαπλώνομαι … Dictionary of Greek
πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… … Dictionary of Greek
αξίς — (axis). Επιστημονική ονομασία γένους αρτιοδακτύλων θηλαστικών της οικογένειας των ελαφιδών. Ζουν σε χώρες της ανατολικής και της κεντρικής Ασίας και κυρίως στην Ινδία και τη Σρι Λάνκα. Το μήκος του σώματός τους, μαζί με το κεφάλι, φτάνει τα 1,10… … Dictionary of Greek